Ηλέκτρα Ματσάγγου MSc Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια

View Original

Γιατί δυσκολεύουν οι σχέσεις μετά τα τριάντα;

Σχέσεις : Γιατί δυσκολεύουν όσο μεγαλώνουμε; Τι κάνει τόσο δύσκολο το να βρούμε έναν σύντροφο μετά τα 30; Στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή αλλά και στα φιλικές συζητήσεις, το θέμα των σχέσεων καταλαμβάνει τεράστιο όγκο των συζητήσεων. Σχέσεις οικογενειακές, φιλικές, επαγγελματικές, σχέσεις ερωτικές. Μέσα από τις σχέσεις μας, προσδιορίζουμε τον κόσμο γύρω μας αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Η θεωρία πεδίου και η ψυχοθεραπεία Gestalt, μας λένε ότι είμαστε αλληλοεξαρτημένοι με το πεδίο που μας περιβάλλει, το οποίο αποτελεί και αποτελείται από όλες μας τις σχέσεις. Σχέσεις με ανθρώπους, με το φυσικό περιβάλλον, με την εργασία μας, ακόμη και με αφηρημένες έννοιες όπως τα αξιακά συστήματα και οτιδήποτε μας περιβάλει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σχετίζομαι άρα υπάρχω. Από όλες τις παραπάνω σχέσεις, αυτές που φαίνεται να μας απασχολούν εντονότερα και συχνότερα είναι οι ερωτικές - συντροφικές μας σχέσεις. Συναντάω συχνά, τόσο εντός αλλά και εκτός της δουλειάς μου, ανθρώπους άνω των 30 που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στο να κάνουν μια σταθερή συντροφική σχέση. Πιο συγκεκριμένα, βλέπω συχνά, στους ελεύθερους ανθρώπους στις δεκαετίες των 30 και 40, μια έντονη απογοήτευση που αφορά στην διαδικασία εύρεσης συντρόφου ανεξαρτήτως φύλου. Τι συμβαίνει λοιπόν και δυσκολεύουν οι ερωτικές σχέσεις μετά από κάποια ηλικία; 

Η Πίεση του Χρόνου

Κατά τη γνώμη μου, ένα παράγοντας που δυσχεραίνει κατά πολύ τις σχέσεις, είναι η πίεση του χρόνου που αρκετοί άνθρωποι βιώνουν. Όταν τα χρόνια περνάνε και οι γύρω μας, φίλοι, συνεργάτες, ξαδέρφια κλπ αρχίζουν και συζούν, παντρεύονται, κάνουν παιδιά και ό,τι μας υπαγορεύει η κοινωνία μας ότι πρέπει να κάνουν οι ενήλικες σε αυτή την ηλικία, δημιουργείται πολλές φορές μια εσωτερική αίσθηση πίεσης του χρόνου, η οποία εντείνεται με το πέρασμα του. Σε αυτή την αίσθηση δυστυχώς συμβάλλουν συχνά και οι γύρω μας ενεργητικά, όπως οι συγγενείς που ρωτάνε αδιάκριτα “Πότε θα παντρευτείς εσύ;” ή εκτοξεύουν καταδίκες όπως “Στο ράφι θα μείνεις αν δε βρεις σύντομα έναν άνθρωπο να φτιάξεις τη ζωή σου” ή οι φίλοι αντίστοιχα που θα πουν κάτι όπως “Άντε θα σοβαρευτείς και συ ποτέ;” Και ειδικά για τις γυναίκες αυτή η πίεση είναι τις περισσότερες φορές μεγαλύτερη καθώς συνδέεται με την αναπαραγωγική τους ικανότητα. Δεχόμαστε τόση εξωτερική πίεση, που πολλές φορές, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς για τον ίδιο του τον εαυτό αν η πίεση που νιώθει είναι όντως αποτέλεσμα μιας προσωπικής ανεκπλήρωτης ανάγκης του οργανισμού του για μια συντροφική σχέση ή είναι απόρροια των ενδοβολών* που έχουμε “καταπιεί” για το πως πρέπει να είναι ένας “πετυχημένος” άνθρωπος μετά τα 30.

Ποια είναι η επίπτωση της πίεσης στην διαδικασία δημιουργίας μιας σχέσης; Η πίεση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία αποτελεσμάτων. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους αγχωμένους, βιαστικούς, πιεστικούς, αποφευκτικούς, σπασμωδικούς και πολλά άλλα. Όπως κάθε τι νέο, οι σχέσεις χρειάζονται ένα γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν. Το έδαφος συν-δημιουργείται από τους δύο ανθρώπους που μετέχουν της σχέσης. Αρχικά, ξεκινάμε από το “κοινό έδαφος”, όλα αυτά που μας ενώνουν και στην συνέχεια αν όλα πάνε καλά επεκτεινόμαστε στα πιο “ανεξερεύνητα εδάφη” και η κοινή βάση επεκτείνεται. Το άγχος όμως δηλητηριάζει το εσωτερικό μας έδαφος, το διαβρώνει, το κάνει σαθρό και αφιλόξενο. Έτσι και ο αγχωμένος άνθρωπος δεν έχει το έδαφος για να στηρίξει τη σχέση αλλά και ο άνθρωπος απέναντι, δυσκολεύεται να εμπιστευτεί ένα σαθρό έδαφος. Για να ερωτευτούμε κάποιον πραγματικά, χρειάζεται να τον θαυμάζουμε. Η αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου είναι το νούμερο ένα στοιχείο που καθιστά κάποιον ελκυστικό και το άγχος αντανακλά ανασφάλεια και όχι αυτοπεποίθηση. Επομένως είναι σχεδόν αδύνατο να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο που τον κατακλύζει το άγχος και η βιασύνη.


Θέλω να με θέλεις

Εκτός από τον θαυμασμό ένα άλλο και μάλλον το βασικότερο συστατικό της ερωτικής έλξης, είναι η επιθυμία. Η επιθυμία να επιθυμώ αλλά και να με επιθυμούν. Ειδικά στην πρώτη του φάση, ο έρωτας έχει κυρίως να κάνει με το δεύτερο. Ερωτευόμαστε αρχικά την αντανάκλαση του ίδιου μας του εαυτού στα μάτια του άλλου. “Όταν κάποιος ερωτεύεται, στην πραγματικότητα δεν βλέπει τον άλλον στο σύνολό του. Αντίθετα, ο άλλος λειτουργεί σαν μια οθόνη όπου ο ερωτευμένος προβάλλει τις εξιδανικευμένες πλευρές του. ” (Bucai, J., 2006). Πολλές φορές λοιπόν, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται στην προαναφερθείσα κατάσταση πίεσης και άγχους δεν ανταποκρίνεται “καλά” στην επιθυμία του άλλου να τον επιθυμούν. Όταν ο ερωτευμένος αντί να προβάλλει στον άλλο τον ιδανικό του εαυτό, προβάλει το άγχος του να δημιουργήσει μια σχέση, ένα γάμο, μια οικογένεια κλπ, εναποθέτει στο σημείο επαφής ένα τεράστιο βάρος και μια τεράστια πίεση που τρομάζει τον δέκτη αυτής της προβολής. Η πίεση και το άγχος καταστρέφουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα επιθυμίας που είναι απαραίτητη στον έρωτα. Επιπλέον, η πίεση δημιουργεί την αίσθηση ότι ο άλλος δεν με επιθυμεί γι’ αυτό που είμαι, αλλά με έχει ανάγκη, με χρειάζεται για να γεμίσει το χρόνο, το χώρο, την ύπαρξή του. Κι αν το να βλέπω στα μάτια του άλλου επιθυμία είναι αφροδισιακό, το να βλέπω ανάγκη είναι το ακριβώς αντίθετο. Αυτή η αίσθηση δημιουργεί μια νέα πίεση που γίνεται αφόρητη για αυτόν που τη δέχεται και οδηγεί πολλές φορές στην φυγή.


Φαντάσματα του παρελθόντος 

Τα φαντάσματα του παρελθόντος, είναι ένας ακόμη μεγάλος παράγοντας που δυσκολεύει τις σχέσεις όσο μεγαλώνουμε. Οι μέχρι τώρα εμπειρίες μας, καθορίζουν σε ένα βαθμό τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες μας. Οι προηγούμενες σχέσεις -είτε πρόκειται για μια, δυο μακροχρόνιες σχέσεις, είτε για πολλές ή και λίγες σύντομες σχέσεις, είτε και για μη-σχέσεις- πολλές φορές μας στοιχειώνουν. Μας στοιχειώνουν μέσα από τις δικές μας προσωπικές προκαταλήψεις για το πως λειτουργούμε εμείς σε μια σχέση, πως μας φέρονται οι άλλοι, πως εξελίσσονται ή δεν εξελίσσονται αυτές, ανάλογα με το σενάριο. Η αλήθεια είναι, ότι αυτή είναι η γνωστική διαδικασία του ανθρώπινου είδους. Μέσα από τις εμπειρίες μας, αντλούμε πληροφορίες, τις οποίες επεξεργαζόμαστε για να βγάλουμε νόημα για όσα συμβαίνουν και για να μπορούμε να προβλέψουμε -όσο μπορούμε- το μέλλον. Σε αυτή τη διαδικασία όμως γενικεύουμε και απλοποιούμε με κίνδυνο να αφήσουμε προηγούμενες εμπειρίες μας, να προκαθορίσουν το πως θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να είναι η νέα σχέση και συνεπώς και την έκβασή της. Παρατηρώ ότι πολλοί άνθρωποι στην πρώτη ένδειξη που θα τους θυμίσει κάτι αρνητικό από μια προηγούμενη κατάσταση τείνουν να απορρίψουν τον άνθρωπο που έχουν απέναντι τους με συνοπτικές διαδικασίες και το ίδιο μπορεί να συμβεί  όταν αυτός ο άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει κάποια στιγμή κάποια προηγούμενη σχέση. Υπάρχει λοιπόν μια έντονη τάση σύγκρισης των νέων εμπειριών με τις παλιές που πολύ εύκολα οδηγεί στη απόρριψη είτε γιατί κάτι μας “ξίνισε” είτε γιατί κάτι δεν είναι όπως ήταν. Που οδηγεί όμως όταν καλούμε τον άλλο ή καλούμαστε εμείς να περάσουμε από το ναρκοπέδιο της σύγκρισης για να αποδείξουμε την αξία μας ως υποψήφιοι σύντροφοι; 


Μεγάλες Προσδοκίες

Οι προσδοκίες που έχουμε από κάθε νέα υποψήφια σχέση όσο μεγαλώνουμε φαίνονται να μεγαλώνουν και αυτές. Και από τη μια πλευρά αυτό είναι και λογικό και υγιές. Καθώς μεγαλώνουμε, ωριμάζουμε, το οποίο σημαίνει ότι γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας, τι μας αρέσει και τι όχι, τι επιθυμούμε και τι χρειαζόμαστε από μια σχέση. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν οι προσδοκίες μας γιγαντώνονται και παύουν να είναι ρεαλιστικές. Ούτως ή άλλως ζούμε στην εποχή των μεγάλων προσδοκιών. Απαιτούμε από τον σύντροφό μας να ενσαρκώνει όσους ρόλους δεν ενσάρκωνε ποτέ μέχρι πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία (Bucai, J., 2006). Να είναι ιδανικός/η σύζυγος, εραστής/ ερωμένη, μητέρα/ πατέρας, να μας συναρπάζει αλλά και να μας δίνει αίσθηση ασφάλειας, ταυτόχρονα να είναι και ο καλύτερος/ η φίλος/ η μας, να μας στηρίζει οικονομικά όταν το χρειαζόμαστε και πόσα άλλα ακόμη. Και όταν όλες αυτές οι υπέρμετρες προσδοκίες συναντάνε την πίεση του χρόνου και τα φαντάσματα του παρελθόντος η ματαίωση είναι αναπόφευκτη.

Αυτό που γίνεται λοιπόν είναι ότι καταλήγουμε να περιμένουμε να βρούμε αυτό που θέλουμε, έτσι όπως το θέλουμε, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας και επιπλέον χρειάζεται να μας αποδείξει ο άλλος γρήγορα ότι είναι αυτή/ αυτός που θέλουμε και όχι όλα αυτά που έχουμε απορρίψει στο παρελθόν γιατί δεν έχουμε χρόνο και ενέργεια να σπαταλήσουμε πια σε αυτή την ηλικία. Πόσο ρεαλιστικό είναι όμως αυτό και πόσο δίκαιο; Πως νιώθω εγώ όταν με βάζει ο άλλος σε αυτή τη θέση; Πόσο εύκολο είναι να απορρίψω κάποιον άδικα σε αυτή την ταχύρρυθμη διαδικασία; Και τελικά πόσες ευκαιρίες για μια ουσιαστική σχέση δίνουμε ο ένας στον άλλο και στον ίδιο μας τον εαυτό; Στα 20 μας δίναμε ευκαιρίες και με το παραπάνω γιατί είχαμε χρόνο και δεν μας ένοιαζε και τόσο αν η σχέση θα “πάει κάπου”. Μετά τα 30 όμως, θέλουμε να βρούμε κάτι ουσιαστικό με μέλλον -και καλά κάνουμε-, όμως ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει από την αρχή αν μια γνωριμία μπορεί να γίνει σχέση και πόσο μάλλον αν θα εξελιχθεί σε μια “πετυχημένη” σχέση με μέλλον. Αφήνοντας την κούραση και την απογοήτευση που φέραν οι προηγούμενες εμπειρίες να μας καταβάλουν, σε συνδυασμό με την βιασύνη και τις υπέρμετρες προσδοκίες, δημιουργούμε μια πίεση εσωτερική και εξωτερική, η οποία στην πραγματικότητα, μας εγκλωβίζει και μας κλείνει στον εαυτό μας. Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως και ειδικά ο έρωτας είναι σαν τη φωτιά, μετά την πρώτη σπίθα χρειάζεται χώρο και αέρα για να δυναμώσει. Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω λοιπόν, για να αφήσουμε τον απαραίτητο χώρο και αέρα που χρειάζεται η ανθρώπινη επαφή για να αναπτυχθεί. 

*Ενδοβολή: Ενδοβολή είναι μια διαδικασία κατά την οποία, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο, υιοθετούμε στοιχεία από το περιβάλλον, χωρίς όμως πρώτα να τα έχουμε αφομοιώσει.

Bucai, J. & Salinas, S. (2006). Να βλέπεις στον Έρωτα με τα μάτια ανοιχτά. Εκδ. Όπερα.