Τεμπελιά, οκνηρία, αεργία και πόσες ακόμη λέξεις για να περιγράψουν το φαινόμενο της αδράνειας, της μη δράσης. Και μάλιστα πόσο βαριά φορτισμένες είναι οι λέξεις αυτές αλλά και τα επίθετα που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον άνθρωπο. Τεμπέλης, τεμπελόσκυλο, βαρεμένος, οκνηρός, φυγόπονος, χασομέρης, κηφήνας… και η λίστα συνεχίζεται με επίθετα που συνοδεύονται κατά κανόνα με επίκριση και αγανάκτηση πολλές φορές. Προσωπικά θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα επιλέγοντας την λέξη “αδράνεια” καθώς τη νιώθω λιγότερο αρνητικά φορτισμένη σε σχέση με τις υπόλοιπες λέξεις. Η θεώρηση της αδράνειας λοιπόν ως κάτι αρνητικό έχει ξεκινήσει κυριολεκτικά χιλιάδες χρόνια τώρα. “Αργία μήτηρ πάσης κακίας” έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, θεωρώντας πως ο άνθρωπος που δεν ασχολείται με κάτι παραγωγικό ή δημιουργικό, που δεν απασχολείται με κάτι, μηχανεύεται κακά πράγματα και οδηγείται σε κακές πράξεις. Ακόμη, ας μην ξεχνάμε ότι η οκνηρία αποτελεί ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Η κοινωνία μας λοιπόν είναι βαθιά διαποτισμένη με αυτή την πεποίθηση, ότι ο άεργος είναι “αμαρτωλός”.
Πώς γίνεται όμως κάποιος τεμπέλης; Και πώς βιώνει ο ίδιος την αδράνειά του; Ακούω πολύ συχνά γονείς να λένε για τα παιδιά τους “Είναι τεμπέλης/ α, βαριέται να διαβάσει”, “Όλο θέλει να τεμπελιάζει, μόνο να παίζει την/ τον νοιάζει” και πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα. Μιλάνε λοιπόν οι γονείς και αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, σαν αυτή η ροπή προς την αδράνεια σε σχέση με το διάβασμα ή τις οικιακές εργασίες ή οτιδήποτε άλλο να είναι μια εγγενής τάση του παιδιού τους. Αν όμως παρατηρήσουμε τα παιδιά σε μικρή ηλικία, θα διαπιστώσουμε ότι η τεμπελιά δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό, όλα τα παιδιά από τα πιο δραστήρια μέχρι και τα πιο ήσυχα επιδεικνύουν μια τάση για εξερεύνηση, για μάθηση και πειραματισμό. Για μένα λοιπόν, ως θεραπεύτρια, μητέρα και μέλος αυτής της κοινωνίας το ερώτημα είναι το εξής “Τι συμβαίνει στην αναπτυξιακή πορεία κάποιων ανθρώπων και αναπτύσσουν μια πιο έντονη ροπή προς την αδράνεια;”
Σίγουρα αυτό δεν είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να αναλυθεί και να φωτιστεί πλήρως σε ένα άρθρο σαν κι αυτό, θα προσπαθήσω όμως να φωτίσω κάποιες πλευρές του. Αρχικά θέλω να ξεκαθαρίσω ότι και για μένα, η παρατεταμένη αδράνεια αποτελεί πρόβλημα αλλά δεν πιστεύω ότι οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τεμπέλης. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι ευχάριστο το να μην κάνουν τίποτα. Προσωπικά πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την έμφυτη ανάγκη για δημιουργία, επαφή και σύνδεση. Όπου επαφή και σύνδεση εννοώ όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συσχετιστούμε με τον κόσμο που μας περιβάλλει, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας οποιασδήποτε φύσης.
Ξεκινώντας λοιπόν από την παιδική ηλικία, πότε χαρακτηρίζουμε ένα παιδί ως τεμπέλικο; Κατά κανόνα, όταν το παιδί αποφεύγει τα “καθήκοντά” του ή δείχνει μια έλλειψη συστηματικής πειθαρχίας σε σχέση με το διάβασμα ή τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Το πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές ξεχνάμε, ότι η φυσική τάση του ανθρώπου είναι το παιχνίδι. Μέσα από το παιχνίδι μαθαίνουν τα παιδιά, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον, για παράδειγμα τα μικρά λιοντάρια μέσα από το παιχνίδι μαθαίνουν να κυνηγούν, να επιτίθενται και να αμύνονται. Επομένως το να προτιμάει ένα παιδί να παίξει από το να αποστηθίσει ένα κείμενο είναι το φυσιολογικό.
Οι εν προκειμένω δυσκολίες έρχονται, κατά τη γνώμη μου, σε ένα βαθμό λόγω της μορφής που έχει συνήθως η εκπαίδευση. Το μέχρι τώρα κυρίαρχο εκπαιδευτικό μοντέλο δεν ενσωματώνει την ανάγκη τού παιδιού για παιχνίδι, με αποτέλεσμα το σχολείο και το διάβασμα να φαίνονται βαρετά, δύσκολα και μη θελκτικά. Ένα άλλο θέμα εξίσου σημαντικό και απόλυτα συνδεδεμένο με τον τρόπο εκπαίδευσης είναι το κίνητρο. Για να κάνει κάποιος κάτι, για να δεσμευτεί σε μια διαδικασία, χρειάζεται κίνητρο. Η αδράνεια πάρα πολλές φορές έχει να κάνει με την έλλειψη κινήτρου. Σε σχέση με τα παιδιά ειδικά, χρειάζεται μια παραπάνω προσπάθεια από μέρους μας, να τα εμπνεύσουμε και να τα συναρπάσουμε για να έχουν κίνητρο να δεσμευτούν στην οποιαδήποτε εκπαιδευτική διαδικασία*. Και προσοχή, γιατί το κίνητρο χρειάζεται να είναι για την μάθηση καθεαυτή και όχι κίνητρο ανταλλακτικό. Ανταλλακτικά κίνητρα εννοώ, όταν φανερά προτείνουμε μια ανταλλαγή στα παιδιά μας π.χ. “Αν πάρεις καλούς βαθμούς θα σου πάρω play station”αλλά και πιο συγκεκαλυμμένες συναισθηματικές ανταλλαγές του τύπου θα είσαι αποδεκτός ή αγαπητή μέσα στην οικογένεια αν είσαι καλός μαθητής/ μαθήτρια. Όμως, η καλλιέργεια του ανθρώπου έγκειται στο να αναγνωρίζει την αξία και την ομορφιά κάθε πράγματος και όχι στο να το κάνει με απώτερο στόχο κάποιο συμφέρον. Έτσι είναι το κίνητρο γεμάτο και ζωντανό και όχι κούφιο στο περιτύλιγμα μιας υπόσχεσης ή μιας απειλής.
Τα ανταλλακτικά κίνητρα είναι σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον αναποτελεσματικά και εν δυνάμει επικίνδυνα. Ουσιαστικά μαθαίνουμε στα παιδιά ή ότι για να ασχοληθούν με κάτι πρέπει να υπάρχει κάποια ανταμοιβή άλλη πέραν της ενασχόλησης με το συγκεκριμένο αντικείμενο ή από την άλλη ότι, ό,τι και να κάνουν ποτέ δεν θα είναι αρκετό, γιατί δεν είναι αρκετά ως άτομα για να τα αγαπάμε και πάντα θα χρειάζεται κάτι να κάνουν. Επίσης και στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι πολύ πιθανό τα άτομα αυτά να οδηγηθούν στην αδράνεια είτε λόγω της απάθειας που προκαλεί η έλλειψη σύνδεσης με το “αντικείμενο”, είτε λόγω του ψυχολογικού μουδιάσματος που μπορεί να προκαλέσει η επικείμενη απειλή της απόρριψης.
Το πρόβλημα του “κούφιου” κινήτρου, είναι πολύ φανερό και στην ενήλικη ζωή. Οι άνθρωποι που κάνουν μια δουλειά διαδικαστικά χωρίς να έχουν πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν και το μόνο κίνητρό τους είναι το εισόδημα, συνήθως από κάποιο σημείο και μετά δυσφορούν ψυχικά, βαριούνται τη δουλειά τους, κάποιες φορές προσπαθούν να την αποφύγουν. Και απέξω πολύ εύκολα κάποιος μπορεί να κατηγορήσει έναν άνθρωπο αποφευκτικό και αδρανή ως τεμπέλη και βαρεμένο. Στην πραγματικότητα όμως ο άνθρωπος αυτός υποφέρει από έλλειψη κινήτρου και έλλειψη σύνδεσης με ό,τι κάνει. Αντίστοιχα, το να γυμναζόμαστε γιατί θα δείχνουμε καλύτεροι μας δίνει σίγουρα μια κινητοποίηση αλλά κάποια στιγμή αυτή θα ξεφουσκώσει γιατί το κίνητρο δεν σχετίζεται με την ίδια τη διαδικασία της εκγύμνασης.
Ας εξετάσουμε τώρα, τι συμβαίνει όταν αρχίζουμε και αντιμετωπίζουμε ένα παιδί ως τεμπέλη. Όταν αρχίζουμε και αποκαλούμε ή αντιμετωπίζουμε ένα παιδί ως τεμπέλη, ουσιαστικά, του φοράμε μια τεχνητή ταμπέλα που δεν του ανήκει. Αυτή η ταμπέλα εμπεριέχει επίκριση και υποτίμηση και κατά συνέπεια επηρεάζει την αυτό-εκτίμηση και την αυτό-εικόνα του παιδιού. Και τι μπορεί να κάνει το παιδί με αυτή την ταμπέλα; Πως αντιδρά σε αυτή την υποτίμηση; Αυτό συνήθως οδηγεί σε δύο εναλλακτικά “μονοπάτια”. Στο πρώτο, το παιδί θα προσπαθεί μια ζωή με άγχος, να αποδείξει ότι δεν είναι τεμπέλης, κάνοντας συνέχεια πράγματα που ποτέ όμως δεν τα νιώθει ως αρκετά. Στο δεύτερο, το παιδί κάνει την ταμπέλα δικιά του, “βολεύεται” σε αυτή την ταυτότητα και θα οδηγηθεί όντως στην αδράνεια ή στην φυγοπονία, έχοντας υποστεί ταυτόχρονα ένα τεράστιο πλήγμα στην αυτό-εκτίμηση και την αυτό-αξία του. Η ταυτότητα του τεμπέλη αποτελεί το άλλοθί του, “Έτσι είμαι, τι μπορώ να κάνω;” και το πλήγμα που αυτή η ταυτότητα φέρει στην αυτό-εκτίμησή του, αποτελεί το πραγματικό εμπόδιο. Ο άνθρωπος αυτός οδηγείται σε πεποιθήσεις όπως : “Είμαι άχρηστος, ό,τι και να κάνω, δεν έχει νόημα”. Η κοινή κατάληξη αυτών των μονοπατιών είναι η αίσθηση ανεπάρκειας που δημιουργείται στο άτομο και η χαμηλή αυτό-αξία, παράγοντας που συνδέεται και με τις αγχώδεις διαταραχές και με τις διαταραχές της διάθεσης.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο μονοπάτια, βρίσκονται άπειρα ακόμη. Στα μονοπάτια αυτά βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι που έχουν στο μυαλό τους ενοχοποιημένη την αδράνεια, την ανάγκη για παύση. Πόσοι από εμάς μπορούμε να κάτσουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα έστω και για λίγο και να είμαστε πραγματικά χαλαροί και ικανοί να απολαύσουμε αυτή την παύση; Ακόμη και στις διακοπές μας νιώθουμε ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι δεν προλαβαίνουμε στην καθημερινότητά μας, π.χ. να ταξιδέψουμε, να διαβάσουμε βιβλία, να διασκεδάσουμε ξέφρενα κ.ο.κ. Ακούω συνέχεια ανθρώπους τόσο εντός θεραπευτικού πλαισίου όσο και εκτός να κατηγορούν τον εαυτό τους για τεμπελιά ενώ κάνουν τόσα πολλά. Βλέπω τους περισσότερους γύρω μου, να δυσκολεύονται να απολαύσουν μια στιγμή αδράνειας χωρίς να κατακλύζονται από τύψεις και ενοχές για όλα αυτά που δεν κάνουν ή δεν έχουν την διάθεση να κάνουν και που θα “έπρεπε” ή θα μπορούσαν να κάνουν. Και στο σήμερα που είμαστε μια κοινωνία του δραν και όχι του είναι, που η ανθρώπινη αξία καθορίζεται από το “τι κάνω” και όχι το “ποιος είμαι”, η συνεχόμενη απαίτηση για δράση και πράξεις, εντείνεται και ο χώρος για παύση συρρικνώνεται. Όμως και η παύση και η απόσυρση δεν είναι τεμπελιά και μάλιστα είναι απαραίτητες. Είναι απαραίτητες όχι μόνο για την ξεκούρασή μας, αλλά και γιατί αποτελούν το γόνιμο έδαφος που λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες τις περισυλλογής, του στοχασμού, της ανασυγκρότησης. Και πιο σημαντικά, είναι ο χώρος που χρειάζεται να αφήνω και για να απολαύσω τα όσα έχω κάνει μέχρι τώρα, αλλά και μέσα από τον οποίο, αναδύεται ο πραγματικός εαυτός με τις νέες του ανάγκες. Ας επιτρέψουμε λοιπόν στον εαυτό μας, να βρίσκουμε όποτε το χρειαζόμαστε χώρο και χρόνο για να “τεμπελιάσουμε” γιατί μας είναι απαραίτητο!
*Ως εκπαιδευτική διαδικασία εννοώ την κάθε διαδικασία που εκπαιδεύει το παιδί σε κάτι, είτε είναι η κατάκτηση γνώσης, κάποια πρακτική δεξιότητα, ο τρόπος επικοινωνίας με το περιβάλλον κ.λ.π.